pass round
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | pass round |
γ΄ ενικό ενεστώτα | passes round |
αόριστος | passed round |
παθητική μετοχή | passed round |
ενεργητική μετοχή | passing round |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
pass round (en)
- (ειδικά στα βρετανικά αγγλικά) άλλη γραφή του pass around