pass up

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας pass up
γ΄ ενικό ενεστώτα passes up
αόριστος passed up
παθητική μετοχή passed up
ενεργητική μετοχή passing up

Ετυμολογία [επεξεργασία]

pass up < → δείτε τις λέξεις pass και up

Ρήμα[επεξεργασία]

pass up (en)

  • (ανεπίσημο) αφήνω να περάσει κάτι, επιλέγω να μην χρησιμοποιήσω μια ευκαιρία, μια ευκαιρία κτλ.
    I pass up an opportunity.
    Αφήνω να περάσει μια ευκαιρία.

Πηγές[επεξεργασία]