pass up
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | pass up |
γ΄ ενικό ενεστώτα | passes up |
αόριστος | passed up |
παθητική μετοχή | passed up |
ενεργητική μετοχή | passing up |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
pass up (en)
- (ανεπίσημο) αφήνω να περάσει κάτι, επιλέγω να μην χρησιμοποιήσω μια ευκαιρία, μια ευκαιρία κτλ.
- ↪ I pass up an opportunity.
- Αφήνω να περάσει μια ευκαιρία.
- ↪ I pass up an opportunity.
Πηγές[επεξεργασία]
- pass up - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 692-695. ISBN 9780194325684., λήμμα: περνώ