password
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
password | passwords |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]password (en)
- (πληροφορική) ο κωδικός πρόσβασης, το συνθηματικό,[1], ο κλειδάριθμος[2]
Enter the username and password to log in to the system.
- Βάλε το όνομα χρήστη και τον κωδικό για να μπεις στο σύστημα.
Did you forget your password?
- Ξεχάσατε το συνθηματικό σας;
- συντομογραφίες: pw, pwd
- το σύνθημα, μυστική λέξη ή φράση που πρέπει να γνωρίζουμε για να μας επιτραπεί σε ένα μέρος
The guard asked for the password before letting us pass.
- Ο φρουρός ζήτησε το σύνθημα πριν μας αφήσει να περάσουμε.
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Υπώνυμα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
password στην αγγλική Βικιπαίδεια
- πρόταση μετάφρασης "διελευτήριο" από ΕΛΕΤΟ
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Lexilogia - Thread: password = συνθηματικό, κωδικός πρόσβασης / εισόδου . Προσπέλαση 2020-05-07
- ↑ «σύνθημα», «κλειδάριθμος», «διελευτήριο», κλπ. από αναζήτηση «password» στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.