pagamento
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
pagamento | pagamentos |
pagamento (pt) αρσενικό
- η πληρωμή
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
pagamento | pagamentos |
pagamento (pt) αρσενικό