pagination

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
pagination paginations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

pagination (fr) θηλυκό
σελιδαρίθμηση:

  • η αρίθμηση των σελίδων ενός βιβλίου, τετραδίου