pai
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλικιανά (gl)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pai (gl) αρσενικό
- ο πατέρας
Παπιαμέντο (pap)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pai
- ο μπαμπάς
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pai (pt) αρσενικό
- ο πατέρας
Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pai (ro) ουδέτερο
- το άχυρο