paléoptère
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
paléoptère | paléoptères |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
paléoptère (fr) αρσενικό
- το παλαιόπτερο
ενικός | πληθυντικός |
paléoptère | paléoptères |
paléoptère (fr) αρσενικό