pamplemousse
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- pamplemousse < pompelmous < ολλανδική pompelmoes, χοντρό λεμόνι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
pamplemousse | pamplemousses |
pamplemousse (fr) αρσενικό
- (φρούτο) το γκρέιπφρουτ