Μετάβαση στο περιεχόμενο

panic

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
panic panics

panic (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  1. ο πανικός, πολύ μεγάλος φόβος που οδηγεί σε ανεξέλεγκτες αντιδράσεις
    παράδειγμα  Panic seized me.
    Με έπιασε πανικός.
    παράδειγμα  I always feel panic a little before exams.
    Πάντα έχω πανικός λίγο πριν από τις εξετάσεις.
  2. ο πανικός, κατάσταση στην οποία οι άνθρωποι πανικοβάλλονται
    παράδειγμα  Rumors of an impending earthquake caused panic among residents.
    Οι φήμες για επικείμενο σεισμό προκάλεσαν πανικό στους κατοίκους.
    παράδειγμα  Rumors of devaluation of the drachma caused panic on the stock market.
    Οι φήμες για υποτίμηση της δραχμής προκάλεσαν πανικό στο χρηματιστήριο.
ενεστώτας panic
γ΄ ενικό ενεστώτα panics
αόριστος panicked
παθητική μετοχή panicked
ενεργητική μετοχή panicking
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

panic (en) (μεταβατικό και αμετάβατο)

  • πανικοβάλλω, αλαφιάζω, προκαλώ ή νιώθω πανικό
    παράδειγμα  The thunder panicked the horses.
    Οι βροντές πανικοβάλανε/αλάφιασε τα άλογα.
    παράδειγμα  The stock market crash had panicked investors.
    Η κρίση στο χρηματιστήριο είχε πανικοβάλλει τους επενδυτές.
    παράδειγμα  Don’t panic!
    Μην πανικοβάλλεστε!
    παράδειγμα  I heard the “boom!” and I panicked because I thought I heard an explosion.
    Άκουσα το «μπαμ!» και πανικοβλήθηκα γιατί νόμιζα ότι άκουσα έκρηξη.
    παράδειγμα  The crowd panicked when the first shots were fired.
    Το πλήθος αλάφιασε/αλαφιάστηκε όταν έπεσαν οι πρώτοι πυροβολισμοί.
    παράδειγμα  She ran around panicked, frantic, with terror in her eyes.
    Έτρεχε αλαφιασμένη, ξέφρενη, με τον τρόμο στα μάτια.
    παράδειγμα  He seemed panicked.
    Φαινόταν πανικόβλητος.
    παράδειγμα  "Quickly, let's leave," he said in a panicked tone.
    Γρήγορα, να φύγουμε, είπε με ύφος πανικόβλητο.