pantagruélique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
pantagruélique | pantagruéliques |
Επίθετο[επεξεργασία]
pantagruélique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
pantagruélique | pantagruéliques |
pantagruélique (fr) αρσενικό ή θηλυκό