papillome
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
papillome | papillomes |
papillome (fr) αρσενικό
- το θήλωμα
ενικός | πληθυντικός |
papillome | papillomes |
papillome (fr) αρσενικό