paprika
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
paprika (en)
- (μπαχαρικό) πάπρικα
- (λαχανικό) διάφορα είδη πιπεριάς
- → δείτε τη λέξη greek pepper (η πράσινη πιπεριά)
Κροατικά (hr) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
paprika (hr)
Λιθουανικά (lt) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
paprika (lt)
Νορβηγικά (no) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
paprika (no)
Ολλανδικά (nl) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
paprika (nl)
Σουηδικά (sv) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
paprika (sv)
Φινλανδικά (fi) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
paprika (fi)
Κατηγορίες:
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Μπαχαρικά (αγγλικά)
- Λαχανικά (αγγλικά)
- Κροατική γλώσσα
- Ουσιαστικά (κροατικά)
- Μπαχαρικά (κροατικά)
- Λαχανικά (κροατικά)
- Λιθουανική γλώσσα
- Ουσιαστικά (λιθουανικά)
- Μπαχαρικά (λιθουανικά)
- Λαχανικά (λιθουανικά)
- Νορβηγική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νορβηγικά)
- Μπαχαρικά (νορβηγικά)
- Λαχανικά (νορβηγικά)
- Ολλανδική γλώσσα
- Ουσιαστικά (ολλανδικά)
- Μπαχαρικά (ολλανδικά)
- Λαχανικά (ολλανδικά)
- Σουηδική γλώσσα
- Ουσιαστικά (σουηδικά)
- Μπαχαρικά (σουηδικά)
- Λαχανικά (σουηδικά)
- Φινλανδική γλώσσα
- Ουσιαστικά (φινλανδικά)
- Μπαχαρικά (φινλανδικά)
- Λαχανικά (φινλανδικά)