parallèle

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
parallèle parallèles

parallèle (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]