paralyse
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
paralyse (en) (ΗΒ) και paralyze (ΗΠΑ)
- (μεταβατικό) παραλύω κάποιον