Μετάβαση στο περιεχόμενο

parboil

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
  1. μισοβρασμένο, γεύμα ελαφρώς βρασμένο
  2. προβρασμένο τρόφιμο (όπως προβρασμένα λαχανικά, όσπρια, δημητριακά που χρειάζονται λιγότερο βράσιμο)