parcomètre
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
parcomètre | parcomètres |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
parcomètre (fr) αρσενικό
- (Καναδάς) το παρκόμετρο
ενικός | πληθυντικός |
parcomètre | parcomètres |
parcomètre (fr) αρσενικό