parfumerie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
parfumerie | parfumeries |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]parfumerie (fr) θηλυκό
- το αρωματοπωλείο, το μυροπωλείο
ενικός | πληθυντικός |
parfumerie | parfumeries |
parfumerie (fr) θηλυκό