partage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- partage < partager
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
partage αρσενικό
- ο κλήρος
- ο μερισμός
- η διανομή
- η κατανομή
- η μοιρασιά
- ο καταμερισμός
- το μοίρασμα
- ο διαμοιρασμός