passerelle
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]passerelle (fr) θηλυκό
- η πεζογέφυρα
- ο καταπέλτης
Πηγές
[επεξεργασία]- passerelle - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé