Μετάβαση στο περιεχόμενο

passport

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
passport < pass + port

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
passport passports

passport (en)

  • το διαβατήριο
      Borders between the countries are open and passports are not required.
    Τα σύνορα μεταξύ των χωρών είναι ανοιχτά και δεν απαιτούνται διαβατήρια.