pathology

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

pathology (en)

  1. (ιατρική) η παθολογία
  2. (κατʼ επέκταση) παθολογικό σύμπτωμα
    the pathologies of modern civilization - η παθολογία του σύγχρονου πολιτισμού