Μετάβαση στο περιεχόμενο

patinoire

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
patinoire patinoires

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

patinoire (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]