patriarcat
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
patriarcat | patriarcats |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
patriarcat (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
patriarcat | patriarcats |
patriarcat (fr) αρσενικό