Μετάβαση στο περιεχόμενο

patriarcat

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
patriarcat patriarcats

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

patriarcat (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]