Μετάβαση στο περιεχόμενο

pebble

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
pebble pebbles

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

pebble (en)

  • το βότσαλο
      He was throwing pebbles into the lake/into the sea.
    Έριχνε βότσαλα στη λίμνη/στη θάλασσα.