βότσαλο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βότσαλο | τα | βότσαλα |
γενική | του | βότσαλου | των | βότσαλων |
αιτιατική | το | βότσαλο | τα | βότσαλα |
κλητική | βότσαλο | βότσαλα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βότσαλο < μεσαιωνική ελληνική βήσσαλον[1] < υστερολατινική (laterculus) bessalis[1] [2]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈvo.t͡sa.lo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βό‐τσα‐λο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βότσαλο ουδέτερο
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βότσαλο
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ 1,0 1,1 βότσαλο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ ή < «ιταλική bozzolo (κουκούλι, σβώλος από αλεύρι) < bozzo / bozza (πέτρα που προεξέχει, εξόγκωμα) < δημώδης λατινική *bottia»· Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. < φραγκική *boce < δυτική πρωτογερμανική *bautan < πρωτογερμανική *bautaną < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰewd-
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα δημώδη λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα φραγκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τη δυτική πρωτογερμανική (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτογερμανική (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα υστερολατινικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)