peleiro
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
peleiro | peleiros |
peleiro (pt)αρσενικό
- ο γουναράς
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
peleiro | peleiros |
peleiro (pt)αρσενικό