perlabori

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

perlabori < perlabor- + -i

Ρήμα[επεξεργασία]

ρήμα perlabori
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας perlaboras perlaboranta perlaborata
αόριστος perlaboris perlaborinta perlaborita
μέλλοντας perlaboros perlaboronta perlaborota
υποθετική perlaborus - -
προστακτική perlaboru - -

perlabori (eo)

ĉu iu volas perlabori? - μήπως κάποιος θέλει να κερδίσει το ψωμί του; (μήπως κάποιος ψάχνει δουλειά;)