perquisition

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
perquisition perquisitions

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

perquisition (fr) θηλυκό