peshqir
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αλβανικά (sq)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- peshqir < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική پیشگیر
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]peshqir (sq) αρσενικό
peshqir (sq) αρσενικό