pheromone
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- pheromone < αρχαία ελληνική φέρω + hormone (< αρχαία ελληνική ὁρμή)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pheromone (en)