philanthropique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
philanthropique philanthropiques

Επίθετο

[επεξεργασία]

philanthropique (fr) αρσενικό ή θηλυκό