Μετάβαση στο περιεχόμενο

piézoélectricité

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
piézoélectricité piézoélectricités

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

piézoélectricité (fr) θηλυκό