pickpocket
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
pickpocket | pickpockets |
pickpocket (en)
- ο πορτοφολάς, αυτός που κλέβει πορτοφόλια
The pickpocket grabbed my wallet and disappeared into the crowd.
- Ο πορτοφολάς άρπαξε το πορτοφόλι μου και εξαφανίστηκε στο πλήθος.
Be careful on the bus because there are pickpockets.
- Πρόσεχε στο λεωφορείο, γιατί υπάρχουν πορτοφολάδες.
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
pickpocket | pickpockets |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]pickpocket (fr) αρσενικό
- ο πορτοφολάς (ο κλέφτης)