Μετάβαση στο περιεχόμενο

pickpocket

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
pickpocket < pick + pocket

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
pickpocket pickpockets

pickpocket (en)

  • ο πορτοφολάς, αυτός που κλέβει πορτοφόλια
    παράδειγμα  The pickpocket grabbed my wallet and disappeared into the crowd.
    Ο πορτοφολάς άρπαξε το πορτοφόλι μου και εξαφανίστηκε στο πλήθος.
    παράδειγμα  Be careful on the bus because there are pickpockets.
    Πρόσεχε στο λεωφορείο, γιατί υπάρχουν πορτοφολάδες.



      ενικός         πληθυντικός  
pickpocket pickpockets

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

pickpocket (fr) αρσενικό