picrate
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
picrate | picrates |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]picrate (fr) αρσενικό
- (οικείο) παλιόκρασο
ενικός | πληθυντικός |
picrate | picrates |
picrate (fr) αρσενικό