piediri

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
piediri < pied- + iri
ρήμα piediri
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας piediras piediranta piedirata
αόριστος piediris piedirinta piedirita
μέλλοντας piediros piedironta piedirota
υποθετική piedirus - -
προστακτική piediru - -

piediri (eo)