pioche
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- pioche < pic
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
pioche | pioches |
pioche (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
pioche | pioches |
pioche (fr) θηλυκό