pioggerellina
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- pioggerellina < pioggerella
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
pioggerellina | pioggerelline |
pioggerellina (it) θηλυκό
Πηγές[επεξεργασία]
- pioggerella - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).