Μετάβαση στο περιεχόμενο

pitoyable

Από Βικιλεξικό

Γαλλικά (fr)

[επεξεργασία]

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
pitoyable pitoyables

pitoyable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. (παρωχημένο) συμπονετικός
  2. αξιολύπητος, αξιοθρήνητος
  3. οικτρός


Συγγενικά

[επεξεργασία]