pixelate
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
pixelate (en)
- (πληροφορική) εικονοστοιχειοποιώ, χαρτογραφώ με πίξελ
- (πληροφορική) αποκρύπτω κάτι ακατάλληλο σε εικόνα με μεγάλα εικονοστοιχεία (οπότε ελαττώνεται η διακριτότητα στα επιλεγμένα σημεία)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- blur (θολώνω σημείο εικόνας)