pléiade

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
pléiade pléiades

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

pléiade (fr) θηλυκό