pléthore
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
pléthore | pléthores |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pléthore (fr) θηλυκό
- η πληθώρα
ενικός | πληθυντικός |
pléthore | pléthores |
pléthore (fr) θηλυκό