plaidable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
plaidable | plaidables |
Επίθετο[επεξεργασία]
plaidable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που μπορεί κάποιος να υπερασπιστεί, να επιχειρηματολογήσει υπέρ αυτού
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη plaider