pneumogastrique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
pneumogastrique | pneumogastriques |
Επίθετο[επεξεργασία]
pneumogastrique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
pneumogastrique | pneumogastriques |
pneumogastrique (fr) αρσενικό ή θηλυκό