pois de senteur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
pois de senteur | pois de senteur |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pois de senteur (fr) αρσενικό άκλιτο
- το μοσχομπίζελο
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
pois de senteur | pois de senteur |
pois de senteur (fr) αρσενικό άκλιτο