polémarque

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
polémarque polémarques

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

polémarque (fr) αρσενικό