polissoir

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
polissoir polissoirs

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

polissoir (fr) αρσενικό