Μετάβαση στο περιεχόμενο

pollutant

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

pollutant (en)

  • ο ρύπος (ουσία που προκαλεί ρύπανση, ειδικά του περιβάλλοντος)