ρύπος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ρύπος | οι | ρύποι |
γενική | του | ρύπου | των | ρύπων |
αιτιατική | τον | ρύπο | τους | ρύπους |
κλητική | ρύπε | ρύποι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ρύπος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ῥύπος
- για τη ρύπανση < σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική pollution [1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈɾi.pos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρύ‐πος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ρύπος αρσενικό
- βρομιά
- ουσία που ρυπαίνει το περιβάλλον
- ※ Στο εργοστάσιο λειτουργούν 19 ηλεκτροστατικά φίλτρα και 136 σακόφιλτρα τελευταίας τεχνολογίας, συμβάλλοντας σημαντικά στη μείωση των ρύπων (Αίγλη Δήμογλου, Η βιομηχανία στο νομό Μαγνησίας από στον 19ο στον 20ο αιώνα, 2005, σελ. 113)
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ ρύπος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)