polychrone
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
polychrone | polychrones |
Επίθετο[επεξεργασία]
polychrone (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- ικανός να κάνει πολλά πράγματα ταυτόχρονα
ενικός | πληθυντικός |
polychrone | polychrones |
polychrone (fr) αρσενικό ή θηλυκό