pontier
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
pontier | pontiers |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pontier (fr) αρσενικό
- ο γεφυράς
ενικός | πληθυντικός |
pontier | pontiers |
pontier (fr) αρσενικό